αντιπροβλεπτής

αντιπροβλεπτής
ο
(επί Ενετοκρατίας στα Εφτάνησα) αυτός που αναπληρώνει τον προβλεπτή ή προνοητή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”